Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012


Ελαιόλαδο: ένα αρχαίο φάρμακο στο μικροσκόπιο της σύγχρονης έρευνας.
Πριν από λίγα χρόνια[1] ήρθε στο φως της δημοσιότητας μια μελέτη σύμφωνα με την οποία η ουσία που ευθύνεται για τη χαρακτηριστική αίσθηση του καψίματος στο λαιμό που προκαλείται από ορισμένα ελαιόλαδα και η οποία ονομάζεται ελαιοκανθάλη, έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση εφάμιλλη με αυτή που συναντούμε σε κλασσικά φάρμακα πολύ συχνής χρήσης.
Επειδή το ελαιόλαδο είναι ένα προϊόν διάσημο από την αρχαιότητα στο χώρο της Μεσογείου και ιδίως στην Ελλάδα, το εύρημα αυτό κίνησε το ενδιαφέρον των ερευνητών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, με υπεύθυνο το Επ.καθηγητή Προκόπη Μαγιάτη, να δουν αν οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς είχαν κάποια σχετική αναφορά. Στα πλαίσια της μελέτης του αντικειμένου της αρχαιοφαρμακολογίας το οποίο έχει αποφέρει μεγάλο πλούτο δεδομένων για τη σύγχρονη ιατρική και φαρμακευτική έρευνα, με μεγάλη έκπληξη διαπιστώθηκε ότι δυο χιλιάδες χρόνια πριν ο Διοσκουρίδης συνιστούσε ως βέλτιστο έλαιο για την υγεία εκείνο που αποκαλούνταν ωμοτριβές ή αλλιώς ομφάκινο. Μάλιστα συνιστούσε τη χρήση αυτού του ελαιολάδου για οδονταλγίες ή κεφαλαλγίες όπως δηλαδή χρησιμοποιούμε σήμερα τα κλασσικά μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Επειδή ως Έλληνες έχουμε την ευλογία να μπορούμε να κατανοούμε άμεσα τα σπουδαία κείμενα των προγόνων μας ήταν σαφέστατο ότι ο Διοσκουρίδης μιλούσε για αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως αγουρέλαιο, δηλαδή αυτό που παράγεται από ανώριμες ελιές στην αρχή της ελαιοκομικής περιόδου (ωμός ή ομφάκινος είναι ο ανώριμος καρπός). Ήδη λοιπόν από την αρχαιότητα κατά ένα πολύ εντυπωσιακό τρόπο, ήταν γνωστό ότι όλα τα ελαιόλαδα δεν είχαν την ίδια δραστικότητα για την προστασία της υγείας.
Αυτό το στοιχείο αποτέλεσε το έναυσμα πριν από 4 χρόνια να ξεκινήσει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας μια προσπάθεια να χαρτογραφηθούν τα ελληνικά ελαιόλαδα ως προς την περιεκτικότητα τους σε συγκεκριμένα βιοδραστικά συστατικά με βάση την ποικιλία της ελιάς, την εποχή συγκομιδής, τη γεωγραφική προέλευση αλλά και την επίδραση του ελαιοτριβείου.
Το έργο της συλλογής των δειγμάτων αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολο καθότι τα ελαιόλαδα έπρεπε να είναι μονοποικιλιακά και να έχουν παραχθεί κάτω από σχετικά ελεγχόμενες συνθήκες. Συνολικά μελετήθηκαν 150 δείγματα από Μεσσηνία, Λακωνία, Ηλεία, Κορινθία, Αργολίδα, Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, Χαλκιδική, Νησιά Ιονίου, Πρέβεζα, Θάσο και Λέσβο. Στην προσπάθεια αυτή βρέθηκε αρωγός ο Agrocert ο οποίος ευγενικά παραχώρησε 40 δείγματα ΠΟΠ και ΠΓΕ και ο Δήμος Μεσσήνης ο οποίος προσέφερε 30 δείγματα. Στη μελέτη επίσης συμπεριελήφθησαν και 10 δείγματα από την Καλιφόρνια στα πλαίσια της συνεργασίας της Δρ. Ε.Μέλλιου (μέλος της ομάδας του κ.Μαγιάτη) με το Olive center του University of California, Davis ενώ τα υπόλοιπα δείγματα συλλέχθηκαν από ιδιωτικές επαφές και συνεργασίες με παραγωγούς και ελαιοτριβείς αλλά και από την εθελοντική συνεισφορά φοιτητών του Φαρμακευτικού τμήματος. Οι ελληνικές ποικιλίες που μελετήθηκαν αφορούσαν την Κορωνέικη, Μεγαρίτικη, Κολοβή, Αδραμυτινή, Μανάκι, Αγουρομανάκι, Θρούμπα, Αθηνολιά, Λιανολιά και η ελαιοποίηση πραγματοποιήθηκε σε διφασικά και τριφασικά ελαιοτριβεία σε πραγματικές συνθήκες.
Προκειμένου να γίνει εφικτή η παραπάνω μελέτη αναπτύχθηκε στα πλαίσια των διπλωματικών εργασιών της Ευαγγελίας Κάρκουλα και Αγγελικής Σκάντζαρη μια καινούρια, ταχύτατη μέθοδος με βάση τη φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (1H-ΝΜR) η οποία επιτρέπει σε μόλις 2 λεπτά να έχουμε ποσοτική ανάλυση του κάθε ελαιολάδου ως προς την περιεκτικότητα του ταυτόχρονα σε 4 βιοδραστικά συστατικά και συγκεκριμένα στις ουσίες ελαιοκανθάλη, ελαιασίνη, στην αλδευδική μορφή του άγλυκου της ελευρωπαϊνης και στην αλδευδική μορφή του άγλυκου του λιγκστροσίδη. Για τις ουσίες αυτές υπάρχουν ήδη στην διεθνή βιβλιογραφία αρκετές μελέτες που τους αποδίδουν αντιφλεγμονώδεις, αντιοξειδωτικές, νευροπροστατευτικές, καρδιοπροστατευτικές και άλλες ιδιότητες, αν και ακόμα χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για την τεκμηρίωση των δράσεων αυτών.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι ουσίες αυτές είναι παράγωγα της υδροξυτυροσόλης και της τυροσόλης δηλαδή ουσίες που η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία (σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της ευρωπαϊκής επιτροπής για την ασφάλεια των τροφίμων) σε λίγο καιρό θα απαιτεί να αναγράφονται στην ετικέτα του ελαιολάδου προκειμένου αυτό να μπορεί να πουληθεί ως έλαιο με ένδειξη για την προστασία της υγείας.
Επίσης πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ουσίες αυτές σχετίζονται με τη χαρακτηριστική γεύση της άγουρης ελιάς και ότι η μελέτη που πραγματοποιήθηκε δεν αφορά τη γευστική ποιότητα του λαδιού αλλά μόνο την προοπτική αξιοποίησης του λαδιού ως προς τον υγειοπροστατευτικό του χαρακτήρα.
Η μελέτη έδειξε ότι τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα που παράγονται στην Ελλάδα έχουν πολύ μεγάλη διακύμανση στις συγκεντρώσεις των υπό μελέτη ουσιών με εύρος η καθεμία από 0 έως 200 mg/L ενώ αθροιστικά όλες μαζί κυμαίνονταν από 0 έως 450 mg/L. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ορισμένες ελληνικές ποικιλίες (πχ Μεγαρίτικη, Μανάκι, Αγουρομανάκι, Αδραμυτινή) ανεξάρτητα από την περιοχή προέλευσης είχαν σχετικά μικρή περιεκτικότητα γεγονός που επιβεβαιώνει την παραδοσιακή γνώση και εμπειρία ότι τα λάδια από αυτές τις ποικιλίες δεν «καίνε» και μπορούν να καταναλωθούν άμεσα και γι’αυτό το λόγο προτιμώνται και στη ζαχαροπλαστική.
Η ποικιλία που έδειξε το μεγαλύτερο δυναμικό παραγωγής των υπό μελέτη ουσιών ήταν η Κορωνέικη. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που το λάδι προερχόταν από την ίδια ποικιλία και από την ίδια γεωγραφική περιοχή παρατηρήθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις οι οποίες συσχετίστηκαν με την εποχή συλλογής (δηλαδή το βαθμό ωρίμανσης της ελιάς) αλλά και με τον τρόπο λειτουργίας του ελαιοτριβείου (τύπος και θερμοκρασία λειτουργίας). Συνολικά φάνηκε ότι όταν η ελιά δεν αρδεύεται, όταν ελαιοποιείται σε πρώιμο στάδιο, σε διφασικό ελαιοτριβείο με ψυχρή έκθλιψη επιτυγχάνονται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις, γεγονός που είναι σε συμφωνία με άλλες πρόσφατες ελληνικές και διεθνείς μελέτες. Αν και το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό και περίπλοκο και χρειάζεται ακόμα εκτενέστερη μελέτη με περισσότερα δείγματα από όλη την Ελλάδα διαφάνηκε ότι στατιστικά τα δείγματα προερχόμενα από τη Μεσσήνη είχαν υψηλότερο μέσο όρο περιεκτικότητας σε σχέση με το συνολικό μέσο όρο από τα δείγματα από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα και μάλιστα σε ορισμένα δείγματα μετρήθηκαν μερικές από τις υψηλότερες τιμές που έχουν βρεθεί παγκοσμίως. Επίσης η διαφορά ήταν πάρα πολύ μεγάλη σε σχέση με τις τιμές που παρατηρήθηκαν σε τυχαία εμπορικά δείγματα από το ράφι του σουπερμάρκετ. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη Μεσσήνη καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά η μη αρδευόμενη Κορωνέικη ποικιλία, τα περισσότερα ελαιοτριβεία είναι διφασικά και οι παραγωγοί είναι ευαισθητοποιημένοι τόσο στο θέμα της εποχής συλλογής όσο και στο θέμα της θερμοκρασίας παραγωγής του λαδιού. Είναι βέβαιο ότι και άλλες περιοχές της Ελλάδα θα διαθέτουν παρεμφερή χαρακτηριστικά και εναπόκειται σε μελλοντική έρευνα να τις εντοπίσει και να τις προβάλει. Μεμονωμένα δείγματα από τη Λακωνία, τη Θάσο και την Κρήτη ήδη έδειξαν μια τέτοια δυναμική.
Έως τώρα όλοι έχουμε ακούσει πολλούς παραγωγούς να ισχυρίζονται ότι το λάδι τους είναι το καλύτερο, όμως αυτό βασιζόταν σε υποκειμενικά κριτήρια. Σήμερα όμως μπορούμε πλέον να μιλάμε αντικειμενικά και με ακρίβεια τουλάχιστον ως προς μια όψη της υγειοπροστατευτικής δράσης του ελαιολάδου.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που προέκυψε ήταν ότι κάθε ποικιλία παρουσίαζε το δικό της χημικό προφίλ, το δικό της «δακτυλικό αποτύπωμα» θυμίζοντας μας την περίπτωση του κρασιού. Όπως το κάθε κρασί έχει το δικό του χαρακτήρα και χρησιμοποιείται σε διαφορετική περίσταση έτσι και το κάθε ελαιόλαδο είναι διαφορετικό και πρέπει να αντιμετωπίζεται με αντίστοιχο σεβασμό. Δεν είναι μακριά η μέρα που θα δούμε και στην ελληνική αγορά εξειδικευμένα καταστήματα που θα διακινούν αποκλειστικά προϊόντα ελιάς και ιδίως τυποποιημένα ελαιόλαδα μικρών παραγωγών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο ποικιλιακής όσο και γεωγραφικής προέλευσης. Ίσως ακόμα δεν είναι μακριά και η μέρα που θα δούμε εξειδικευμένα ελαιόλαδα να περνούν το κατώφλι του φαρμακείου. Ο δρόμος έχει ήδη ανοίξει από την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το ελαιόλαδο είναι ένα εθνικό προϊόν και χρειάζεται στήριξη σε ερευνητικό επίπεδο για να μπορέσει να προχωρήσει η αξιοποίησή του. Είναι βέβαιο ότι στο μέλλον, με τις μεθόδους που ήδη διαθέτουμε, το ελαιόλαδο θα πιστοποιείται για την περιεκτικότητά του σε συγκεκριμένα βιοδραστικά συστατικά και έτσι το ελαιόλαδο δεν θα είναι ένα απλά υγιεινό τρόφιμο αλλά ένα φάρμακο του μέλλοντος. Στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας λειτουργεί ομάδα υποστήριξης της έρευνας στο ελαιόλαδο η οποία συνεργάζεται στενά με το κέντρο ελαιολάδου στην Καλιφόρνια και δέχεται δείγματα προς ανάλυση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο παραγωγό με στόχο την πλήρη χαρτογράφηση σε πανελλαδικό επίπεδο και την προβολή του ελληνικού ελαιολάδου.
"Όνειρο μας η δημιουργία ενός πανεπιστημιακού κέντρου ελαιολάδου που θα ασχολείται με την μελέτη του ελληνικού ελαιολάδου και την συνεισφορά του στην υγεία του ανθρώπου."

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε χωρίς οικονομική υποστήριξη από κανένα φορέα και κανείς από τα μέλη της ερευνητικής ομάδας δεν έχει κάποια σχέση με συγκεκριμένη ελαιοπαραγωγική περιοχή της Ελλάδας. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν στο 4ο Ιατρικό συνέδριο Μεσσηνίας.


[1] Δημοσίευση στο περιοδικό Nature το 2005.
Ρεπορτάζ από το αθηναϊκό πρακτορείο ειδήσεων για την έρευνα πάνω στο ελαιόλαδο

Ελαιόλαδο: Το αρχαίο φάρμακο στο μικροσκόπιο της σύγχρονης έρευνας


http://www.amna.gr/articleview.php?id=9024

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012


Επιστημονική δημοσίευση στο περιοδικό Food Chemistry σχετικά με τη χημική σύσταση του μαστιχόνερου και την αντιμικροβιακή του δράση
Chemical investigation and antimicrobial properties of mastic water and its major constituents
Mastic water is a commercial flavoring obtained during the steam distillation of mastic resin (the resin of Pistacia lentiscus var. chia) for the production of mastic oil. The mastic water extracts were analyzed by GCMS. The major compounds identified were verbenone, α-terpineol, linalool and trans-pinocarveol. Overall the composition was found to be very different from that of mastic oil. Additional GCMS revealed the enantiomeric ratio of the chiral constituents of mastic water. The antimicrobial activity of mastic water extract, as well as that of its major constituents, was examined against E. coli, S.aureus and Candida spp including ATCC, wild clinical and food borne strains. Linalool and α-terpineol were found to be the most potent antimicrobial constituents. Finally the stability of mastic water in different temperatures was studied, showing no change in the GCMS profile of the organic extract for a period of 4 months at storage temperatures up to 4oC.